- ωχροκίτρινος
- -η, -ο, Ναυτός που έχει το χρώμα τής ώχρας, υποκίτρινος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ωχρός + κίτρινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωχροκίτρινος — η, ο κιτρινωπός, αυτός που έχει χρώμα ελαφρά κίτρινο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάχλωρος — διάχλωρος, ον (Α) 1. ο πρασινοκίτρινος, πρασινωπός, ωχροκίτρινος 2. αυτός που έχει πράσινες ραβδώσεις (πάπυρος) … Dictionary of Greek
κίτρινος — η, ο (AM κίτρινος, ίνη, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού κίτρου (α. «σα φύλλο κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ. β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.) νεοελλ. 1. ωχρός στην όψη, χλομός 2. το ουδ. ως ουσ. το κίτρινο α) το χρώμα τού κίτρου ή η χρωστική ύλη που… … Dictionary of Greek
λευκομήλινος — λευκομήλινος, ον (Α) ωχροκίτρινος («λευκομήλινος ἔμπλαστρος», Γαλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + μήλινος (< μῆλον)] … Dictionary of Greek
ωχροειδής — ές / ὠχροειδής, ές, ΝΑ αυτός που έχει το χρώμα τής ώχρας, ωχροκίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρός + ειδής*] … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek